- λεπτουργέας
- λεπτουργήςfinely workedmasc/fem acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτουργής — ές (Α λεπτουργής, ές) επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.) αρχ. λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο Fεργής με… … Dictionary of Greek